- βάφτιση
- ηη τέλεση του μυστηρίου του βαφτίσματος: Θα πάμε στη βάφτιση του ανιψιού μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάφτιση — η (AM βάπτισις) το μυστήριο του βαπτίσματος νεοελλ. 1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα 2. το νερό της κολυμπήθρας 3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα 4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια 5. η… … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
αγγελτήριο — το [αγγέλω] έντυπο που αναγγέλλει κάποιο κοινωνικό γεγονός (βάφτιση, γάμο, κηδεία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
βαπτίζω — βάπτισις, βάπτισμα κ.λπ. βλ. βαφτίζω, βάφτιση κ.λπ … Dictionary of Greek
βαφτίσι — το και βαφτίσια, τα (Μ βαπτίσιν) 1. η τελετή, το μυστήριο του βαπτίσματος 2. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαφτίσια, πληθ. του βαφτίσι < μσν. βαπτίσιν < (αρχ) απρμφ. βαπτίσειν του ρ. βαπτίζω] … Dictionary of Greek
βαφτισμός — ο (AM βαπτισμός) [βαπτίζω] η βάφτιση, το μυστήριο του βαφτίσματος αρχ. μσν. ο εξαγνισμός αρχ. η καταβύθιση στο νερό … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… … Dictionary of Greek
λαδόπανο — το ύφασμα με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά το χρίσμα με έλαιο από τον ιερέα κατά τη βάφτιση … Dictionary of Greek